προνομιούχος — α, ο 1. αυτός που έχει προνόμιο ή προνόμια: Προνομιούχες κοινωνικές τάξεις. 2. αυτός που έχει χαρίσματα: Οι γυναίκες είναι προνομιούχα πλάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
αριστούχος — ο (θηλ. και χα) αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ούχος (β συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
προτιμησιακός — ή, ό, Ν (μαθ. φυσ. οικον.) αυτός προς τον οποίο επιδεικνύεται προτίμηση, προνομιούχος («προτιμησιακό σύστημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. preferentiel, le < preference «προτίμηση»] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek